Της αθανασίας

της Νατάσσας Συλλιγνάκη

Άνοιξε την βαριά πόρτα που χώριζε την κουζίνα από τη σάλα της ταβέρνας – βαριά, να φιλτράρει τους ήχους της κουζίνας. Να αφήνει να περνάνε μόνο μυρωδιές, όπως άνοιγε κι έκλεινε. Κρατούσε πάντα την κουζίνα της μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα – ήταν το δικό της μυστικό «βασίλειο». Μόνο εκεί ένιωθε καλά. Χρόνια τώρα, έχει ξεχάσει πόσα, προτιμούσε να είναι ανάμεσα στις κατσαρόλες και στα τηγάνια της, ανάμεσα στα μυρωδικά της. Ευτυχώς που ο πατέρας της άφησε το μαγέρικο τούτο στην άκρη του χωριού, κι ευτυχώς που κανένα από τ’ αδέρφια της δεν το ήθελε. Το ανέλαβε μόνη της. «Το μαγέρικο της αθανασίας». Και όσοι είχαν φάει από τα χέρια της, έλεγαν ότι ταίριαζε ο τίτλος, πλησίαζαν σε νοστιμιά τα γεύματα των αθανάτων αυτά που έφτιαχνε. Κι έρχονταν ξανά και ξανά, ντόπιοι και ξένοι. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν ότι Αθανασία ήταν απλά τ’ όνομά της.

Το «μυστικό» της ήταν τα μυρωδικά και τα μπαχαρικά. Ήξερε, από ένστικτο, τι να βάλει και πού, και πόσο. Κι έφτιαχνε καινούριες γεύσεις, χωρίς να ακολουθεί πιστά τις συνταγές. Όλοι τα παίνευαν τα πιάτα της, κι έψαχναν και τη ρωτούσαν το πώς. Μα δεν ήξεραν το πιο βασικό συστατικό που έβαζε. Της το είχε μάθει ο παππούς της όταν, κοριτσάκι ακόμα, πήγαινε και μπερδευότανε ανάμεσα στις κουτάλες και τους πλάστες του. «΄Ο,τι και να κάνεις, με ό,τι και να καταπιαστείς, να το κάνεις με αγάπη – αυτή είναι η μόνη αλάνθαστη συνταγή. Να βάζεις τα χέρια σου στα υλικά, να μην τα φοβάσαι. Να τα αγγίζεις, να τα μυρίζεις, να τα κοιτάς καλά, να «τ’ ακούς», να τα δοκιμάζεις. Να τα νιώθεις – έτσι μόνο θα σου πετυχαίνουν · όχι τα φαγητά, τα πάντα». Και τον ακολουθούσε τον κανόνα. Πιστά. Τόσα χρόνια, σε τούτες τις κατσαρόλες έβαζε την ψυχή της. Ένιωθε τα υλικά, πριν ακόμα τα ανακατέψει. Έκανε τα πάντα με τα χέρια της, δεν άφηνε άλλον να ακουμπήσει στην προετοιμασία. Οι βοηθοί που κατά καιρούς περνούσαν από δίπλα της ήταν μόνο για τις υπόλοιπες δουλειές – να ανακατέψουν, να σηκώσουν το ταψί, να σερβίρουν και να πλύνουν τα σκεύη… Και να την εκνευρίζουν, βάζοντας πάντα τις κουτάλες από τη δεξιά μεριά – κανείς τους ποτέ δεν θυμόταν ότι ήταν αριστερόχερη!

Το πιο πετυχημένο πιάτο της, πάντως, ήταν τα γεμιστά. Κυρίως οι ντολμάδες. Όλων των ειδών, με κάθε τρόπο φτιαγμένοι. Dolmak λένε στα τούρκικα οποιοδήποτε γεμιστό λαχανικό, της είχε πει η τουρκάλα γειτόνισσα. Τα τυλιγμένα με αμπελόφυλλα ή λάχανο λέγονται κανονικά σαρμάδες, που θα πει «τυλιχτά», και τα υπόλοιπα «τυλιγμένα» σε φύλλα, γιαπράκια. Έφτιαχνε κι εκείνη ό,τι μπορούσε να γίνει γεμιστό, και με οποιαδήποτε γέμιση. Εκτός από τα κλασσικά γεμιστά (πάντα με ρύζι, σπάνια με κιμά), τους γνωστούς ντολμάδες με αμπελόφυλλα (που τους έφτιαχνε και με κιμά και γιαλαντζί) και τους λαχανοντολμάδες του χειμώνα, έφτιαχνε καταπληκτικά κολοκυθολουλούδια γεμιστά με ρύζι, συνταγή της γιαγιάς από την Κρήτη.

Και από φίλους, και δικό της ψάξιμο κι αυτοσχεδιασμούς, «γέμιζε» διάφορα: φύλλα από λάπατα, μαρούλια, κι ακόμα κρεμμύδια, πιπεριές, μελιτζάνες, μεγάλα μανιτάρια, μήλα, κυδώνια… και από τα πιο αγαπημένα της, τα μικρασιάτικα κρεμμυδογεμιστά «σουγάνια», που είχε δοκιμάσει και στα απέναντι νησιά – Σάμο, Μυτιλήνη… Τότε, που ήταν νέα και είχε όρεξη, κι ακόμα ταξίδευε. Σ’ ένα απ’ αυτά τα ταξίδια, μια άνοιξη, σ’ ένα από κείνα τα παράλια, τον γνώρισε – πόσα χρόνια πέρασαν; Ούτε μπορεί να μετρήσει πια. Μόνο τα μάτια του θυμάται πού και πού. Ένα χαμογελαστό πρόσωπο με υπέροχα μάτια, σ’ ένα κήπο με άσπρα λουλούδια. Το μόνο που έχει μείνει στη μνήμη της. Δεν τον ξαναείδε, δεν ξαναέμαθε τίποτα γι’ αυτόν. Ούτε και προσπάθησε, δηλαδή. Δεν ήταν γι’ αυτήν «αυτά». Προτιμούσε την ασφάλεια της κουζίνας της από τις περιπέτειες, έτσι έπειθε τον εαυτό της. Καμιά φορά μονάχα σκεφτόταν πώς θα ήταν η ζωή της, αν… Αλλά πολύ γρήγορα την έδιωχνε τη σκέψη, και γύριζε στα μπαχαρικά της.

«Έφυγε και η τελευταία παρέα, να κλείσω;» Η φωνή της μικρής βοηθού, απ’ έξω. «Κλείσε και κλείδωσε, θα μαζέψω μόνη μου. Καληνύχτα σου!» Είχε και τα λουλούδια των κολοκυθιών να γεμίσει. Τα είχε κόψει τα χαράματα, που ήταν ακόμα ανοιχτά, και τα είχε βάλει προσεκτικά το ένα μέσα στο άλλο, να μείνουν ανοιχτά, κι αμέσως στο ψυγείο. Ήθελε να τα γεμίσει τώρα, να είναι έτοιμα το πρωί.

Αφού ανακάτεψε καλά τα υλικά της γέμισης, πήρε το πρώτο λουλουδάκι. Το μάτι της έπεσε έξω, στον κήπο. Τον φρόντιζε μόνη της κι αυτόν. Είχε όλα σχεδόν τα λαχανικά που χρειαζόταν, όλα τα μυρωδικά, και στις άκρες της μάντρας λουλούδια: πολλά είδη, για να ανθίζουν κάθε εποχή, αλλά πάντα άσπρα. Κρίνα, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες, γιασεμιά, ζουμπούλια και γλαδιόλες, κάλλες… Τώρα ήταν ανθισμένα τα χρυσάνθεμα, γέμιζαν τον τόπο κάτασπρα, φώτιζαν τη νύχτα.

Άναψε το γκάζι, να ζεστάνει νερό για ένα βραστάρι. Θα της έπαιρνε ώρα το γέμισμα, το έβλεπε. Έκατσε στην καρέκλα να ξεκουράσει τη μέση της, είχε αρχίσει να την ενοχλεί. Συνέχισε, μηχανικά, να γεμίζει τα λουλουδάκια ένα-ένα και να τα αραδιάζει στον πάτο της κατσαρόλας, ενώ το μυαλό της ταξίδευε στα χρόνια που είχαν περάσει. Πόσα θα της έμεναν άραγε να μπορεί να μαγειρεύει; ‘Ήταν ήδη σχεδόν 70, και η υγεία της δεν ήταν η καλύτερη. Και τώρα τελευταία την έπιαναν κάτι περίεργες ζαλάδες.

Τη φωτιά την είδε ο γείτονας από μακρυά. Μέχρι να φωνάξει, να ειδοποιήσει, είχε απλωθεί παντού. Την Αθανασία τη βρήκαν ακουμπισμένη στο τραπέζι, να χαμογελάει…

■     ■     ■      ■     

3 σκέψεις σχετικά με το “Της αθανασίας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.